- μεταλλακτός
- μεταλλακτός1 to be changed οὔτε τι μεμπτὸν οὔτ' ὦν μεταλλακτόν (sc. τῶν ἐπὶ ταῖς τραπέζαις: μετάλλαττον, -άττων codd.: corr. Amyot, Heyne) fr. 220. 2.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
μεταλλακτός — changed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλακτός — ή, ό (Α μεταλλακτός, ή, όν) [μεταλλάσσω] νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μεταλλακτό(ν) η ικανότητα μεταλλαγής («το μεταλλακτόν τής ύλης») αρχ. 1. μεταβεβλημένος 2. αυτός που μπορεί να μεταβληθεί ή να αλλοιωθεί από κάποιον … Dictionary of Greek
μεταλλακτόν — μεταλλακτός changed masc/fem acc sg μεταλλακτός changed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)